αφού
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αφού < (ελληνιστική κοινή) ἀφοῦ[1][2] < αρχαία ελληνική
- 1. (χρονικός) ἀφʼ οὗ χρόνου
- 2. (αιτιολογικός) ἀφʼ οὗ → δείτε ἀπό & γενική ενικού οὗ του ὅς
Προφορά
επεξεργασίαΣύνδεσμος
επεξεργασίααφού
- (χρονικός) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν το προτερόχρονο
- (αιτιολογικός) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν την αιτία λόγω της οποίας ό,τι εκφέρει η κύρια πρόταση συμβαίνει ή ισχύει
Αντώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρονικό
αιτιολογικό
Πηγές
επεξεργασία- αφού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- αφού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ [αφού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας]
- ↑ [αφού - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)]