Ετυμολογία

επεξεργασία
αφού < (ελληνιστική κοινή) ἀφοῦ[1][2] < αρχαία ελληνική
1. (χρονικός) ἀφʼ οὗ χρόνου
2. (αιτιολογικός) ἀφʼ οὗ → δείτε ἀπό & γενική ενικού οὗ του ὅς

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈfu/

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

αφού

  1. (χρονικός) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν το προτερόχρονο
    ⮡  Γύρισε στο σπίτι και, αφού πρώτα έφαγε, έπεσε για ύπνο.
     συνώνυμα: όταν, αφότου
  2. (αιτιολογικός) εισάγει δευτερεύουσες προτάσεις που δηλώνουν την αιτία λόγω της οποίας ό,τι εκφέρει η κύρια πρόταση συμβαίνει ή ισχύει
    ⮡  Αφού θες να κάνεις αυτή τη δουλειά, πρέπει να σπουδάσεις στο Πολυτεχνείο.
    (προφορικό, σπάνιο) (στο τέλος της πρότασης)
    ⮡  Δε θέλω να σε πω αφού.
     συνώνυμα: εφόσον, μια και

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. [αφού - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας]
  2. [αφούΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)]