δευτερεύων
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | δευτερεύων & δευτερεύοντας |
η | δευτερεύουσα | το | δευτερεύον |
γενική | του | δευτερεύοντος & δευτερεύοντα |
της | δευτερεύουσας & δευτερευούσης* |
του | δευτερεύοντος |
αιτιατική | τον | δευτερεύοντα | τη | δευτερεύουσα | το | δευτερεύον |
κλητική | δευτερεύων & δευτερεύοντα |
δευτερεύουσα | δευτερεύον | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | δευτερεύοντες | οι | δευτερεύουσες | τα | δευτερεύοντα |
γενική | των | δευτερευόντων | των | δευτερευουσών | των | δευτερευόντων |
αιτιατική | τους | δευτερεύοντες | τις | δευτερεύουσες | τα | δευτερεύοντα |
κλητική | δευτερεύοντες | δευτερεύουσες | δευτερεύοντα | |||
Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές. * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «τρέχων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δευτερεύων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος δευτερεύω (αρχαία ελληνική) < δεύτερος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðe.fteˈɾe.von/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δευ‐τε‐ρεύ‐ων
- ομόηχο: δευτερεύον
Μετοχή
επεξεργασίαδευτερεύων, -ουσα, -ον
- που βρίσκεται σε δεύτερη θέση, ο λιγότερος σημαντικός, ο μη καθοριστικός, ο επουσιώδης
- ⮡ δευτερεύων ρόλος / λόγος
- ⮡ δευτερεύουσα αιτία / σημασία
- ⮡ δευτερεύον γεγονός / αποτέλεσμα
- που συμπληρώνει κάποιον, ο πρόσθετος, που διαδραματίζει βοηθητικό ρόλο, ο επικουρικός
- ⮡ δευτερεύον νόημα / στοιχείο
- (γραμματική) δευτερεύουσα πρόταση : η πρόταση που προσδιορίζει επιρρηματικά (εκφράζοντας χρόνο, αιτία, σκοπό κ.λπ) ή συμπληρώνει νοηματικά το περιεχόμενο ή ένα όρο μιας άλλης πρότασης, από όπου και εξαρτάται
- που αναπληρώνει το διαβαστή
Εκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία→ και δείτε τη λέξη δεύτερος
Μεταφράσεις
επεξεργασία δευτερεύουσα πρόταση