Επίρρημα

επεξεργασία

after (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. μετά, αργότερα, έπειτα, κατόπιν
    First you’ll study and you’ll watch TV after.
    Πρώτα θα διαβάσεις και μετά θα δεις τηλεόραση.
    They ate and fell asleep after.
    Φάγανε και μετά έπεσαν για ύπνο.
    I learned about it after.
    Έμαθα γι' αυτό αργότερα.
    I will tell you after.
    Θα σου πω έπειτα.
    I went to the market and after to the office./I went to the market and the office after.
    Πήγα στην αγορά και κατόπιν στο γραφείο.
     συνώνυμα:  afterwards και then

  Πρόθεση

επεξεργασία

after (en)

  1. μετά, μετά από, αργότερα, ύστερα από το τέλος του χρονικού προσδιορισμού που αναφέρεται
    after five in the morning - μετά τις πέντε το πρωί
    After January is February.
    Μετά τον Ιανουάριο είναι ο Φεβρουάριος.
    After the movies they went on a walk.
    Μετά το σινεμά πήγαν βόλτα.
    The first hours after an operation are always critical.
    Οι πρώτες ώρες μετά από μια εγχείρηση είναι πάντα κρίσιμες.
  2. μετά, που ακολουθεί κάποιον ή κάτι με τάξη ή σημασία
    After Katie, he is the best in class.
    Μετά την Καίτη ήταν ο πιο καλός μέσα στην τάξη.
    Tobacco is the most important product we export after peaches.
    Τα καπνά είναι το σπουδαιότερο προϊόν που εξάγουμε μετά τα ροδάκινα.
  3. κατόπιν (από), μετά, που βρίσκεται πίσω ή ακολουθεί κάποιον
    After the President came the Prime Minister.
    Κατόπιν από τον Πρόεδρο ερχόταν ο Πρωθυπουργός.
    He was coming after me.
    Προχωρούσε κατόπι μου.
    playing is after studying - μετά το διάβασμα είναι το παιχνίδι
    He came after John in the race.
    Έρχεται μετά το Γιάννη στο τρέξιμο.
    Close the door after you.
    Κλείσε την πόρτα πίσω σου.
  4. σε αντίθεση με κάτι
    This is after what you said yesterday.
    Αυτό βρίσκεται σε αντίθεση μ' αυτά που είπες χτες.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη behind
  5. μετά, ως αποτέλεσμα κάτι που έχει συμβεί
    After the rain, our hike became difficult.
    Μετά τη βροχή η πορεία μας έγινε δύσκολη.
    He changed his behavior after her advice.
    Άλλαξε η συμπεριφορά του μετά τις συμβουλές της.
  6. (after) χρησιμοποιείται για να δείξει ότι κάτι συμβαίνει συχνά ή συνεχώς
    day after day - κάθε μέρα
    time after time - πολλές φορές
  7. πάω για κάτι
    He is after glory.
    Πάει για δόξα.

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

after (en)

  • αφού
    After it happens, I will leave.
    Αφού συμβεί θα φύγω.
    You’ll leave only after you finish.
    Θα φύγεις μόνον αφού τελειώσεις.
    We arrived after the train had left.
    Φτάσαμε αφού το τρένο είχε φύγει.
    I didn’t learn about it until after I had left.
    Δεν το 'μαθα παρά μόνον αφού είχε φύγει.



      ενικός         πληθυντικός  
after afters

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

after (fr) αρσενικό