Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

αφότου < αρχαία ελληνική ἀφ' ὅτου

  Σύνδεσμος επεξεργασία

αφότου

  1. (χρονικός) από τότε που
    πολλά άλλαξαν αφότου έφυγες ...

  Μεταφράσεις επεξεργασία