τότε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τότε < αρχαία ελληνική τότε
Προφορά
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίατότε
- το χρονικό διάστημα το οποίο αναφέρθηκε προηγούμενα στην πρόταση
- σε αυτήν την περίπτωση, εν τοιαύτη περιπτώσει, άρα
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία χρονικό
επεξηγηματικό
|
Επίθετο
επεξεργασίατότε άκλιτο
- εκείνης της περιόδου
- οι τότε άρχοντες του νησιού δεν αντέδρασαν
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τότε < → λείπει η ετυμολογία
Επίρρημα
επεξεργασίατότε
- σε αυτήν την περίπτωση