when
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΑντωνυμία
επεξεργασίαwhen (en)
- τότε που, όταν, εκείνη τη στιγμή
- ⮡ -“When will you come?” -“When I can.”
- -«Πότε θα έρθεις;» -«Τότε που θα μπορώ.»
- ⮡ when we were young - τότε που ήμασταν νέοι
- ⮡ That was when they decided to get married.
- Τότε ήταν που αποφάσισαν να παντρευτούν.
- ⮡ She dressed as when she first met him.
- Nτύθηκε όπως όταν τον πρωτογνώρισε.
- ⮡ -“When will you come?” -“When I can.”
Επίρρημα
επεξεργασίαwhen (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ερωτηματικό) πότε
- ⮡ When did you go?
- Πότε πήγες;
- ⮡ I do not know when he went.
- Δεν ξέρω πότε πήγε.
- ⮡ When did you go?
- (αναφορικό) που, χρησιμοποιείται μετά από έκφραση χρόνου
- (τότε) που
- ⮡ Now is when we must help them.
- Τώρα είναι που πρέπει να τους βοηθήσουμε.
- ⮡ Come in the afternoon, when I have time.
- Έλα το απόγευμα, τότε που (θα) έχω καιρό.
- ⮡ Now is when we must help them.
Σύνδεσμος
επεξεργασίαwhen (en)
- όταν, εκεί που, την ώρα που, τη στιγμή που, συγχρόνως με την πράξη που εκφράζει η κύρια πρόταση· τη στιγμή που
- ⮡ When she saw him, she cried out with joy.
- Όταν τον είδε, ξεφώνισε από χαρά.
- ⮡ When they arrived, they were too late.
- Όταν έφτασαν, ήταν πολύ αργά.
- ⮡ Suddenly, when we were getting ready, a torrential downpour started.
- Ξαφνικά, εκεί που ετοιμαζόμαστε, άρχισε μία καταρρακτώδης βροχή.
- ⮡ He arrived running when we were starting.
- Έφτασε τρέχοντας την ώρα που ξεκινούσαμε.
- ≈ συνώνυμα: as και while
- ⮡ When she saw him, she cried out with joy.
- όταν, όποτε, οποτεδήποτε, που, σε οποιαδήποτε ώρα, κάθε φορά που, για πράξη επαναλαμβανόμενη και με χρονική διάρκεια
- ⮡ I still make mistakes when speaking English.
- Κάνω ακόμα λάθη όταν μιλάω αγγλικά.
- ⮡ When he sleeps, he does not want to be bothered.
- Όταν κοιμάται, δε θέλει να τον ενοχλούν.
- ⮡ In the morning, when they woke up, they realized where they were.
- Tο πρωί που ξύπνησαν, κατάλαβαν πού βρίσκονταν.
- ⮡ When he comes to see us, he brings us flowers.
- Kάθε φορά που έρχεται να μας δει, μας φέρνει λουλούδια.
- ⮡ When you are ready, call me.
- Όποτε ετοιμαστείς, τηλεφώνησέ μου.
- ⮡ When he needed something, he borrowed it from his neighbors.
- Όποτε χρειαζόταν κάτι, το δανειζόταν από τους γείτονες.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη whenever
- ⮡ I still make mistakes when speaking English.
- όταν, έντονη αντίθεση· παρόλο που, τη στιγμή που
Πηγές
επεξεργασία- when (pronoun) - Oxford Learner's Dictionaries
- when (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- when (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 635, 728. ISBN 9780194325684., λήμμα: όταν, πότε, που