οποτεδήποτε
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- οποτεδήποτε < αρχαία ελληνική φράση ὁπότε δή (ὁπότε, δή) + ποτέ (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική whenever)[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /o.op.teˈði.po.te/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ο‐πο‐τε‐δή‐πο‐τε
Επίρρημα
επεξεργασίαοποτεδήποτε (χρονικό επίρρημα)
- σε οποιοδήποτε χρόνο, όποτε
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ οποτεδήποτε - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας