Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Σύνδεσμος επεξεργασία

όποτε

  1. (χρονικός σύνδεσμος) σε απροσδιόριστα χρονικά σημεία, κάθε φορά που
    δεν γίνεται να με βρίζεις όποτε έχεις νεύρα από τη δουλειά σου

  Μεταφράσεις επεξεργασία