whenever
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαwhenever (en) (χωρίς παραθετικά)
- (ερωτηματικά κι εμφατικά) πότε
- όποτε, οποτεδήποτε
- ⮡ You can come whenever.
- Μπορείς να έρθεις όποτε θέλεις.
- ⮡ You can come whenever.
Σύνδεσμος
επεξεργασίαwhenever (en)
- όποτε, οποτεδήποτε, όταν και να, σε οποιαδήποτε ώρα που
- όποτε, πάντα όταν, όποτε κι αν, κάθε φορά που
- ⮡ Whenever he needed something, he borrowed it from his neighbors.
- Όποτε χρειαζόταν κάτι, το δανειζόταν από τους γείτονες.
- ⮡ Whenever I needed, he helped me.
- Πάντα όταν χρειάστηκα, με βοήθησε.
- ⮡ Whenever I hear this music, I get sad.
- Πάντοτε όταν ακούω αυτή τη μουσική, μελαγχολώ.
- ⮡ Whenever I need it, he lends it to me.
- Όποτε κι αν το χρειαστώ, μου το δανείζει.
- ≈ συνώνυμα: anytime, every time, when και while
- ⮡ Whenever he needed something, he borrowed it from his neighbors.
- όποτε, όποτε κι αν, όποτε και να, η ώρα που συμβαίνει κάτι δεν έχει σημασία
- ⮡ Whenever you get a chance, drop by for a couple minutes so we can see you.
- Όποτε ευκαιρείς, πετάξου δυο λεπτά να σε δούμε.
- ⮡ Whenever you finish it, give it to me.
- Όποτε κι αν το τελειώσεις, μου το επιστρέφεις.
- ⮡ Whenever I need, I will call you.
- Όποτε και αν θελήσω, θα σου τηλεφωνήσω.
- ≈ συνώνυμα: no matter when, regardless of when
- ⮡ Whenever you get a chance, drop by for a couple minutes so we can see you.
Πηγές
επεξεργασία- whenever (adverb) - Oxford Learner's Dictionaries
- whenever (conjunction) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 628. ISBN 9780194325684., λήμμα: όποτε, οποτεδήποτε