Ετυμολογία

επεξεργασία
whenever < when + ever

  Επίρρημα

επεξεργασία

whenever (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. (ερωτηματικά κι εμφατικά) πότε
    ⮡  Whenever did you go?
    Πότε πήγες;
     συνώνυμα: when
  2. όποτε, οποτεδήποτε
    ⮡  You can come whenever.
    Μπορείς να έρθεις όποτε θέλεις.

  Σύνδεσμος

επεξεργασία

whenever (en)

  1. όποτε, οποτεδήποτε, όταν και να, σε οποιαδήποτε ώρα που
    ⮡  Whenever you are ready, call me.
    Όποτε ετοιμαστείς, τηλεφώνησέ μου.
    ⮡  Whenever you need me…
    Οποτεδήποτε με χρειαστείς…
    ⮡  We will come back, whenever we get bored.
    Θα επιστρέψουμε, όταν και αν βαρεθούμε.
     συνώνυμα: when, anytime
  2. όποτε, πάντα όταν, όποτε κι αν, κάθε φορά που
    ⮡  Whenever he needed something, he borrowed it from his neighbors.
    Όποτε χρειαζόταν κάτι, το δανειζόταν από τους γείτονες.
    ⮡  Whenever I needed, he helped me.
    Πάντα όταν χρειάστηκα, με βοήθησε.
    ⮡  Whenever I hear this music, I get sad.
    Πάντοτε όταν ακούω αυτή τη μουσική, μελαγχολώ.
    ⮡  Whenever I need it, he lends it to me.
    Όποτε κι αν το χρειαστώ, μου το δανείζει.
     συνώνυμα:  anytime, every time, when και while
  3. όποτε, όποτε κι αν, όποτε και να, η ώρα που συμβαίνει κάτι δεν έχει σημασία
    ⮡  Whenever you get a chance, drop by for a couple minutes so we can see you.
    Όποτε ευκαιρείς, πετάξου δυο λεπτά να σε δούμε.
    ⮡  Whenever you finish it, give it to me.
    Όποτε κι αν το τελειώσεις, μου το επιστρέφεις.
    ⮡  Whenever I need, I will call you.
    Όποτε και αν θελήσω, θα σου τηλεφωνήσω.
     συνώνυμα: no matter when, regardless of when