Επίρρημα

επεξεργασία

ever (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ποτέ, ποτέ άλλοτε, χρησιμοποιείται σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις, ή προτάσεις με if να σημαίνει «όποτε»
    ⮡  Have you ever met him?
    Τον έχεις ποτέ συναντήσει;
    ⮡  Have you ever felt so calm?
    Έχεις νιώσει ποτέ τόση ηρεμία;
    ⮡  Nothing ever happens here.
    Τίποτα δεν συμβαίνει ποτέ εδώ.
    ⮡  hardly ever - σχεδόν ποτέ
    ⮡  If I ever catch you doing that…
    Αν σε πιάσω ποτέ να κάνεις αυτό…
    ⮡  Never ever have I seen him so tired.
    Ποτέ άλλοτε δεν τον είδα τόσο κουρασμένο.
  2. ποτέ, ποτέ άλλοτε, χρησιμοποιείται για έμφαση όταν συγκρίνω πράγματα
    ⮡  better than ever - καλύτερος από ποτέ
    ⮡  the worst mistake you’ve ever made - το χειρότερο λάθος που έκανες ποτέ
    ⮡  I am more determined than ever (before).
    Είμαι πιο αποφασισμένος από ποτέ άλλοτε.
  3. (μάλλον επίσημο) πάντοτε
    ⮡  I will be ever so grateful to you.
    Θα σας είμαι πάντοτε ευγνώμων.
    ⮡  They lived happily ever after.
    Κι έζησαν καλά κι εμείς καλύτερα.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη forever
  4. στην οργή, χρησιμοποιείται μετά από when, why κτλ. για να δείξω ότι είμαι έκπληκτος ή σοκαρισμένος
    ⮡  When/Where/Why/How ever did you go?
    Πότε/Πού/Γιατί/Πώς στην οργή πήγες;

Εκφράσεις

επεξεργασία



  Προφορά

επεξεργασία
 

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ever (nl)



ever

→ δείτε τη λέξη iver