• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Σύνδεση
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
Βικιλεξικό

κάπρος

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
    • 1.3 Συνώνυμα
    • 1.4 Δείτε επίσης
      • 1.4.1 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el)Επεξεργασία

  Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό επεκτείνοντάς την!
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κάπρος οι κάπροι
      γενική του κάπρου των κάπρων
    αιτιατική τον κάπρο τους κάπρους
     κλητική κάπρε κάπροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

κάπρος < αρχαία ελληνική κάπρος

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

κάπρος αρσενικό

  • (ζωολογία) ενήλικο αρσενικό αγριογούρουνο

ΣυνώνυμαΕπεξεργασία

  • αγριόχοιρος

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • κάπρος στη Βικιπαίδεια  
  • Κάπρος
  • κάφρος
  • κόπρος

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    κάπρος
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=κάπρος&oldid=5480854"
Τελευταία επεξεργασία στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 22:32
Βικιλεξικό
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 30 Ιανουαρίου 2022, στις 22:32.
  • Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie