Δείτε επίσης: Κόπρος

Ετυμολογία 1

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

Ετυμολογία 2

επεξεργασία
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο κόπρος οι κόπροι
      γενική του κόπρου των κόπρων
    αιτιατική τον κόπρο τους κόπρους
     κλητική κόπρε κόπροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
κόπρος < κοπρίτης  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπρος αρσενικό

  1. αδέσποτο σκυλί, κοπριτόσκυλο, κοπρίτης
  2. (μεταφορικά, μειωτικό) τεμπέλης

Μεταφράσεις

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
κόπρος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική κόπρος (θηλυκό) και με αλλαγή στο γένος (σε ουδέτερο)

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπρος θηλυκό

Ουσιαστικό

επεξεργασία



 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κόπρος αἱ κόπροι
      γενική τῆς κόπρου τῶν κόπρων
      δοτική τῇ κόπρ ταῖς κόπροις
    αιτιατική τὴν κόπρον τὰς κόπρους
     κλητική ! κόπρε κόπροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κόπρω
γεν-δοτ τοῖν  κόπροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «νόσος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία
κόπρος < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *kekʷō-

Ουσιαστικό

επεξεργασία

κόπρος θηλυκό

  1. τα περιττώματα των ανθρώπων ή των ζώων
  2. κοπριά
  3. ακαθαρσία, ρύπος
      4ος πκε αιώνας Ἀριστοτέλης, Ἀθηναίων πολιτεία 50.2@perseus.tufts.edu
    καὶ ὅπως τῶν κοπρολόγων μηδεὶς ἐντὸς ι σταδίων τοῦ τείχους καταβαλεῖ κόπρον ἐπιμελοῦνται
    και επιβλέπουν ώστε κανένας από τους οδοκαθαριστές να μη βάζει τις ακαθαρσίες [σε απόσταση] δέκα σταδίων από το τείχος.
  4. στάβλος
      8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 410 (410-414)
    ὡς δ᾽ ὅτ᾽ ἂν ἄγραυλοι πόριες περὶ βοῦς ἀγελαῖος|ἀγελαίας]], | ἐλθούσας ἐς κόπρον, ἐπὴν βοτάνης κορέσωνται, | πᾶσαι ἅμα σκαίρουσιν ἐναντίαι· οὐδ᾽ ἔτι σηκοὶ | ἴσχουσ᾽, ἀλλ᾽ ἁδινὸν μυκώμεναι ἀμφιθέουσι | μητέρας·
    Πώς τα μικρά δαμάλια στους αγρούς περικυκλώνουν τις γελάδες, | όταν αυτές κοπάδι φτάνουν, απ᾽ τη βοσκή τους χορτασμένες, πίσω στον στάβλο, | κι εκείνα γύρω τους όλα χοροπηδούν· δεν τα χωρούν | οι μάντρες πια, με δυνατά μουκανητά πώς τριγυρίζουν | τις μανάδες τους·

Παράγωγα

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)