κοπρόχωμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κοπρόχωμα ουδέτερο
- λίπασμα που δημιουργείται από χώμα που έχει αναμειχθεί με κοπριά
- ό,τι απομένει από την αποσύνθεση κοπριάς ή / και φυτικών καταλοίπων
κοπρόχωμα ουδέτερο