λίπασμα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- λίπασμα < (ελληνιστική κοινή) λίπασμα και (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική engrais[1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ˈli.pa.zma/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : λί‐πα‐σμα
Ουσιαστικό
επεξεργασίαλίπασμα ουδέτερο
- οποιαδήποτε ουσία, φυσική ή τεχνητά παρασκευασμένη που βελτιώνει την ανάπτυξη και την παραγωγικότητα των φυτών
Δείτε επίσης
επεξεργασία- λίπασμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία λίπασμα
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ λίπασμα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας