ενικός         πληθυντικός  
fertiliser fertilisers

  Ετυμολογία

επεξεργασία
fertiliser < fertilise + -er

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

fertiliser (en) (βρετανική γραφή)

  • (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το λίπασμα
    ⮡  natural/chemical fertilisers - φυσικά/χημικά λιπάσματα
    ⮡  Manure is the best fertiliser for plants.
    Η κοπριά είναι το καλύτερο λίπασμα για τα φυτά.

Άλλες γραφές

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
fertiliser < fertile

fertiliser (fr)

Συγγενικά

επεξεργασία