fertilizer
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
fertilizer | fertilizers |
Ετυμολογία
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
fertilizer (en)
ενικός | πληθυντικός |
fertilizer | fertilizers |
fertilizer (en)