Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

γονιμοποιώ < γονιμο- (< γόνιμος) + -ποιώ < γαλλική féconder
Η λέξη μαρτυρείται από το 1845

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ɣo.ni.mo.piˈo/

  Ρήμα επεξεργασία

γονιμοποιώ

  1. (για οργανισμούς κυρίως άνδρα ή αρσενικό ζώο) συμβάλλω έτσι, ώστε να γεννηθεί ή να παραχθεί ένας νέος οργανισμός (άνθρωπος, ζώο, φυτό) με τη διαδικασία της αναπαραγωγής
    η γύρη που μεταφέρεται γονιμοποιεί τα φυτά
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω κάτι δημιουργικά, συμβάλλοντας στην παραγωγή νέων και καινοτόμων στοιχείων (κυρίως στην τέχνη, τη διανόηση κ.λπ.)
    ο σκεπτικισμός του Hume γονιμοποίησε την κριτική σκέψη του Kant

Συγγενικά επεξεργασία

Κλίση επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία