Ετυμολογία

επεξεργασία
γονιμοποιώ μαρτυρείται από το 1845 στην καθαρεύουσα (γονιμοποιέω/γονιμοποιῶ)[1]< γονιμο- (< γόνιμος) + -ποιώ < απόδοση για τη γαλλική féconder[2]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ɣo.ni.mo.piˈo/

γονιμοποιώ

  1. (για οργανισμούς κυρίως άνδρα ή αρσενικό ζώο) συμβάλλω έτσι, ώστε να γεννηθεί ή να παραχθεί ένας νέος οργανισμός (άνθρωπος, ζώο, φυτό) με τη διαδικασία της αναπαραγωγής
    η γύρη που μεταφέρεται γονιμοποιεί τα φυτά
  2. (μεταφορικά) επηρεάζω κάτι δημιουργικά, συμβάλλοντας στην παραγωγή νέων και καινοτόμων στοιχείων (κυρίως στην τέχνη, τη διανόηση κ.λπ.)
    ο σκεπτικισμός του Hume γονιμοποίησε την κριτική σκέψη του Kant

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. σελ. 249, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
  2. γονιμο- - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.