γονιμοποίηση
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- γονιμοποίηση < γονιμοποιώ
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
γονιμοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια που καθιστά γόνιμο κάποιον-κάποιαν-κάτι
- γονιμοποίηση ωαρίου, ωού, αβγού, ζώου
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
γονιμοποίηση