γονιμοποίηση
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | γονιμοποίηση | οι | γονιμοποιήσεις |
γενική | της | γονιμοποίησης* | των | γονιμοποιήσεων |
αιτιατική | τη | γονιμοποίηση | τις | γονιμοποιήσεις |
κλητική | γονιμοποίηση | γονιμοποιήσεις | ||
* παλιότερος λόγιος τύπος, γονιμοποιήσεως | ||||
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- γονιμοποίηση μαρτυρείται από το 1845 στην καθαρεύουσα (γονιμοποίησις)[1]< απόδοση για τη γαλλική fécondation.[2] Μορφολογικά αναλύεται σε γονιμο- (< γόνιμος) + -ποίηση
Ουσιαστικό
επεξεργασίαγονιμοποίηση θηλυκό
- η ενέργεια που καθιστά γόνιμο κάποιον-κάποιαν-κάτι
- γονιμοποίηση ωαρίου, ωού, αβγού, ζώου
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία γονιμοποίηση
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ σελ. 249, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- ↑ γονιμοποίηση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
επεξεργασία- γονιμοποίηση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)