Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
γονιμοποιημένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
γονιμοποιημέν
ος
η
γονιμοποιημέν
η
το
γονιμοποιημέν
ο
γενική
του
γονιμοποιημέν
ου
της
γονιμοποιημέν
ης
του
γονιμοποιημέν
ου
αιτιατική
τον
γονιμοποιημέν
ο
τη
γονιμοποιημέν
η
το
γονιμοποιημέν
ο
κλητική
γονιμοποιημέν
ε
γονιμοποιημέν
η
γονιμοποιημέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
γονιμοποιημέν
οι
οι
γονιμοποιημέν
ες
τα
γονιμοποιημέν
α
γενική
των
γονιμοποιημέν
ων
των
γονιμοποιημέν
ων
των
γονιμοποιημέν
ων
αιτιατική
τους
γονιμοποιημέν
ους
τις
γονιμοποιημέν
ες
τα
γονιμοποιημέν
α
κλητική
γονιμοποιημέν
οι
γονιμοποιημέν
ες
γονιμοποιημέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
γονιμοποιημένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
γονιμοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
γονιμοποιημένος -η -ο
που έχει γονιμοποιηθεί (
ωάριο
,
γη
,
βασίλισσα
μελισσών,
αβγό
)
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γονιμοποιημένος