γονιμοποιημένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- γονιμοποιημένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου γονιμοποιώ
Μετοχή
επεξεργασία
γονιμοποιημένος -η -ο
Μεταφράσεις
επεξεργασία
γονιμοποιημένος
|