↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η βασίλισσα οι βασίλισσες
      γενική της βασίλισσας
βασιλίσσης
των βασιλισσών
    αιτιατική τη βασίλισσα τις βασίλισσες
     κλητική βασίλισσα βασίλισσες
Και ο αρχαίος τύπος της γενικής, όπως σε οδωνύμια.
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βασίλισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασίλισσα. Συγχρονικά αναλύεται σε βασιλ(ιάς) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vaˈsi.li.sa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βα‐σί‐λισ‐σα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βασίλισσα θηλυκό

  1. γυναίκα που ασκεί τη βασιλική εξουσία
     συνώνυμα: άνασσα
  2. η σύζυγος του βασιλιά
  3. (σε οδωνύμια) που είχαν ονομαστεί από το όνομα βασίλισσας
    ⮡  η λεωφόρος Βασιλίσσης Σοφίας
  4. (μεταφορικά) πολυαγαπημένη
    ⮡  βασίλισσα της καρδιάς μου
  5. (σκάκι) η βασίλισσα
  6. για τα χαρτιά → δείτε ντάμα

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
βασίλισσα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική βασίλισσα. Συγχρονικά αναλύεται σε βασιλ(έας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα.

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βασίλισσα θηλυκό

  1. η βασίλισσα
  2. (προσωνυμία)
    1. της Παναγίας
    2. της Κωνσταντινούπολης
  3. (μεταφορικά) πολυαγαπημένη

Συνώνυμα

επεξεργασία



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
βᾰσῐλισσα-
ονομαστική βασίλισσ αἱ βασίλισσαι
      γενική τῆς βασιλίσσης τῶν βασιλισσῶν
      δοτική τῇ βασιλίσσ ταῖς βασιλίσσαις
    αιτιατική τὴν βασίλισσᾰν τὰς βασιλίσσᾱς
     κλητική ! βασίλισσ βασίλισσαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  βασιλίσσ
γεν-δοτ τοῖν  βασιλίσσαιν
1η κλίση, Κατηγορία 'θάλασσα' όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
βασίλισσα < βασιλ(έας) + κατάληξη θηλυκού -ισσα

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

βασίλισσα θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συνώνυμα

επεξεργασία
Περιεχόμενα          
  1. Νέα ελληνικά (el)
    1. Ετυμολογία
    2. Προφορά
    3. Ουσιαστικό
      1. Μεταφράσεις
    4. Πηγές
  1. Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
    1. Ετυμολογία
    2. Ουσιαστικό
      1. Συνώνυμα
    3. Πηγές
  1. Αρχαία ελληνικά (grc)
    1. Ετυμολογία
    2. Ουσιαστικό
      1. Άλλες μορφές
      2. Συνώνυμα
    3. Πηγές