ντάμα
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ντάμα | οι | ντάμες |
γενική | της | ντάμας | — | |
αιτιατική | την | ντάμα | τις | ντάμες |
κλητική | ντάμα | ντάμες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ντάμα θηλυκό
- η γυναίκα με την οποία χορεύει κάποιος
- φύλλο της τράπουλας που παριστάνει μια γυναικεία μορφή
- επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζεται στην επιφάνεια της σκακιέρας με πούλια
Δείτε επίσης επεξεργασία
- ντάμα στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
γυναίκα με την οποία κάποιος χορεύει
|