Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ντάμα οι ντάμες
      γενική της ντάμας
    αιτιατική την ντάμα τις ντάμες
     κλητική ντάμα ντάμες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ντάμα < (άμεσο δάνειο) ιταλική dama < λατινική domina (θηλυκό του dominus) < domus

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈda.ma/
 
καβαλιέρος βαστάει την ντάμα του στη διάρκεια χορευτικής φιγούρας
 
οι τέσσερις ντάμες μιας τράπουλας
 
παίζοντας ντάμα

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ντάμα θηλυκό

  1. η γυναίκα με την οποία χορεύει κάποιος
  2. φύλλο της τράπουλας που παριστάνει μια γυναικεία μορφή
  3. επιτραπέζιο παιχνίδι που παίζεται στην επιφάνεια της σκακιέρας με πούλια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία