Δείτε επίσης: πουλί, Πούλη

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πούλι τα πούλια
      γενική
    αιτιατική το πούλι τα πούλια
     κλητική πούλι πούλια
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
 
τα πούλια έχουν τοποθετηθεί στο τάβλι για να ξεκινήσει μια παρτίδα

  Ετυμολογία επεξεργασία

πούλι < (άμεσο δάνειο) τουρκική pul + [1] < περσική پول (pūl, κέρμα, χρήμα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ˈpu.li/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πού‐λι
ομόηχο: Πούλη
τονικό παρώνυμο: πουλί

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πούλι ουδέτερο

  • μικρό αντικείμενο σε σχήμα δίσκου, εξάρτημα παιχνιδιών, που χρησιμοποιείται από τους παίκτες του παιχνιδιού, μετακινώντας το συνήθως σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

Αναφορές επεξεργασία