πούλι
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | πούλι | τα | πούλια |
γενική | — | — | ||
αιτιατική | το | πούλι | τα | πούλια |
κλητική | πούλι | πούλια | ||
Η κατάληξη του πληθυντικού -ια προφέρεται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «παιδάκι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈpu.li/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πού‐λι
- ομόηχο: Πούλη
- τονικό παρώνυμο: πουλί
Ουσιαστικό επεξεργασία
πούλι ουδέτερο
- μικρό αντικείμενο σε σχήμα δίσκου, εξάρτημα παιχνιδιών, που χρησιμοποιείται από τους παίκτες του παιχνιδιού, μετακινώντας το συνήθως σύμφωνα με τους κανόνες του παιχνιδιού
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ πούλι - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας