πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παρτίδα οι παρτίδες
      γενική της παρτίδας των παρτίδων
    αιτιατική την παρτίδα τις παρτίδες
     κλητική παρτίδα παρτίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρτίδα θηλυκό

  1. μέρος ενός όλου, κομμάτι ενός συνόλου, που αποτελείται από αντικείμενα με κάποιο κοινό χαρακτηριστικό
      Οι τρεις τελευταίες παρτίδες από τα ανταλλακτικά που παραγγείλαμε είχαν όλες ελαττωματική συσκευασία.
  2. (παιχνίδι) φιλική αντιμετώπιση αντιπάλων, κατά τη διάρκεια ενός παιχνιδιού
      παίζαμε μια παρτίδα τάβλι
  3. (συνήθως στον πληθυντικό) συναλλαγή, δοσοληψία, αλισβερίσι
      έχει παρτίδες με τη μαφία
      Δε θέλω να έχω καμιά παρτίδα μαζί του πλέον.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.



Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

παρτίδα θηλυκό

  1. μέρος ενός όλου, κομμάτι ενός συνόλου (όπως, τμήμα αγρού)
    έκφραση: παρτίδα περ παρτίδα
  2. μερτικό, μερίδιο
  3. συμμετοχή
  4. (στον πληθυντικό παρτίδες) σχέσεις, δοσοληψίες

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία
  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.