Εσπεράντο (eo) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

partio < parti + -o

  Ουσιαστικό επεξεργασία

πτώση ενικός πληθυντικός
ονομαστική partio partioj
αιτιατική partion partiojn

partio (eo)

lia partio perdis parlamentan plimulton
το κόμμα του έχασε την πλειοψηφία στο κοινοβούλιο