μερίδιο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | μερίδιο | τα | μερίδια |
γενική | του | μερίδιου & μεριδίου |
των | μερίδιων & μεριδίων |
αιτιατική | το | μερίδιο | τα | μερίδια |
κλητική | μερίδιο | μερίδια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μερίδιο < μερίδιον < υποκοριστικό του μερίς + -ίδιον
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /meˈɾi.ði.o/
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερίδιο ουδέτερο
- ένα μικρό μέρος από κάποιο σύνολο
- (συνήθως) το μέρος από τα αγαθά (π.χ. χρήματα) που αναλογεί σε κάποιον