μεριστικός
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- μεριστικός < ελληνιστική κοινή μεριστικός
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /me.ɾi.stiˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐ρι‐στι‐κός
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μεριστικός, -ή, -ό
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
μεριστικός
|
ΠηγέςΕπεξεργασία
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
ΕπίθετοΕπεξεργασία
μεριστικός, -ή, -όν
- που είναι ικανός να μοιράζει
ΠηγέςΕπεξεργασία
- «μεριστικός» - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.