μερίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | μερίδιον | τὰ | μερίδιᾰ | ||||
γενική | τοῦ | μεριδίου | τῶν | μεριδίων | ||||
δοτική | τῷ | μεριδίῳ | τοῖς | μεριδίοις | ||||
αιτιατική | τὸ | μερίδιον | τὰ | μερίδιᾰ | ||||
κλητική ὦ! | μερίδιον | μερίδιᾰ | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μεριδίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | μεριδίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μερίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μέρ(ος) + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμερίδιον, -ου ουδέτερο
- (ελληνιστική κοινή) υποκοριστικό του μέρος, το μερίδιο
Πηγές
επεξεργασία- μερίδιον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.