ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ μερίδιον τὰ μερίδι
      γενική τοῦ μεριδίου τῶν μεριδίων
      δοτική τῷ μεριδί τοῖς μεριδίοις
    αιτιατική τὸ μερίδιον τὰ μερίδι
     κλητική ! μερίδιον μερίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μεριδίω
γεν-δοτ τοῖν  μεριδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μερίδιον (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική μέρ(ος)   + υποκοριστικό επίθημα -ίδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μερίδιον, -ου ουδέτερο