-ίδιον
Αρχαία ελληνικά (grc)Επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|---|
-ῐδῐον | |||||
ονομαστική | τὸ | -ίδιον | τὰ | -ίδιᾰ | |
γενική | τοῦ | -ιδίου | τῶν | -ιδίων | |
δοτική | τῷ | -ιδίῳ | τοῖς | -ιδίοις | |
αιτιατική | τὸ | -ίδιον | τὰ | -ίδιᾰ | |
κλητική ὦ! | -ίδιον | -ίδιᾰ | |||
δυϊκός | |||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | -ιδίω | |||
γεν-δοτ | τοῖν | -ιδίοιν | |||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία Επεξεργασία
- -ίδιον < αρχικά, ουσιαστικά σε -ίς, γενική ίδ(ος) + -ιον. Αργότερα, αυτονομείται και γίνεται επίθημα και σε άλλες βάσεις[1]
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇒ νέα ελληνικά: -ίδι
ΕπίθημαΕπεξεργασία
-ίδιον
Δείτε επίσηςΕπεξεργασία
Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -ίδιον στο Βικιλεξικό
ΣημειώσειςΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- ↑ «-ίδι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.