Δείτε επίσης: άρτος

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἄρτος οἱ ἄρτοι
      γενική τοῦ ἄρτου τῶν ἄρτων
      δοτική τῷ ἄρτ τοῖς ἄρτοις
    αιτιατική τὸν ἄρτον τοὺς ἄρτους
     κλητική ! ἄρτε ἄρτοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἄρτω
γεν-δοτ τοῖν  ἄρτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἄρτος < αβέβαιης ετυμολογίας • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;   ἀραρίσκω (ή από το ἀρτύω / ἀρτύνω· ή ίσως από εξελληνισμένη αρχαία περσική λέξη)

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ἄρτος, -ου αρσενικό

Συνώνυμα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία