↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἄλφιτον τὰ ἄλφιτ
      γενική τοῦ ἀλφίτου τῶν ἀλφίτων
      δοτική τῷ ἀλφίτ τοῖς ἀλφίτοις
    αιτιατική τὸ ἄλφιτον τὰ ἄλφιτ
     κλητική ! ἄλφιτον ἄλφιτ
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀλφίτω
γεν-δοτ τοῖν  ἀλφίτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἄλφιτον < ἀλφός> ἀλφώ< ψηλαφίζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἄλφιτον ουδέτερο (ῐ)

  1. κριθάρι
  2. κριθάλευρο
  3. είδος ποτού από κριθάρι
  4. ἄλφιτα: άρτος, ψωμί, (συνεκδοχικά) φαγητό

Παράγωγα

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία