ἄλφιτον
Αρχαία ελληνικά (grc) Επεξεργασία
Πτώση | Ενικός | Δυϊκός | Πληθυντικός |
---|---|---|---|
Ονομαστική | ἄλφιτον | ἀλφίτω | ἄλφιτα |
Γενική | ἀλφίτου | ἀλφίτοιν | ἀλφίτων |
Δοτική | ἀλφίτῳ | ἀλφίτοιν | ἀλφίτοις |
Αιτιατική | ἄλφιτον | ἀλφίτω | ἄλφιτα |
Κλητική | ἄλφιτον | ἀλφίτω | ἄλφιτα |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
ἄλφιτον ουδέτερο (ῐ)
Επεξεργασία
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
ΣύνθεταΕπεξεργασία
«Καί γάρ ὃστις ἀλφιτοσιτεῖ, ὕδατι μεμιγμένη ἀεί τήν μάζαν ἐσθίει». Ξενοφών, Κύρου Ανάβασις