ἄλφιτον
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τὸ | ἄλφιτον | τὰ | ἄλφιτᾰ |
γενική | τοῦ | ἀλφίτου | τῶν | ἀλφίτων |
δοτική | τῷ | ἀλφίτῳ | τοῖς | ἀλφίτοις |
αιτιατική | τὸ | ἄλφιτον | τὰ | ἄλφιτᾰ |
κλητική ὦ! | ἄλφιτον | ἄλφιτᾰ | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀλφίτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀλφίτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαἄλφιτον ουδέτερο (ῐ)
Παράγωγα
επεξεργασίαΑντώνυμα
επεξεργασίαΣύνθετα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ἄλφιτον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἄλφιτον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.