Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

ψηλαφίζω < αρχαία ελληνική ψηλαφ(ῶ) + -ίζω

  Ρήμα επεξεργασία

ψηλαφίζω