Ετυμολογία

επεξεργασία
ψηλαφώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ψηλαφέω / ψηλαφῶ[1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /psi.laˈfo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψη‐λα‐φώ

ψηλαφώ και ψηλαφίζω

  1. αγγίζω κάτι με τις άκρες των δαχτύλων, πολύ απαλά, προκειμένου να διαπιστώσω κάτι
  2. (ειδικότερα) ψάχνω εξεταστικά με την αφή για να εντοπίσω κάτι που δεν γίνεται αντιληπτό με την όραση

Συγγενικά

επεξεργασία


ψηλαφίζω

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία