ψηλαφητί
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ψηλαφητί < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ψηλαφητί
Επίρρημα
επεξεργασίαψηλαφητί
(Χρειάζεται έλεγχος για ελληνιστικό. Πηγή 5ος αιώνας w:el:Νείλος Αγκυρανός w:en:Nilus of Sinai στον Δημητράκο)
Ετυμολογία
επεξεργασία- ψηλαφητί < αρχαία ελληνική ψηλαφητ(ός) + -ί
- ΑΠΟΓΟΝΟΙ: ⇘ καθαρεύουσα: ψηλαφητί
Επίρρημα
επεξεργασίαψηλαφητί
Πηγές
επεξεργασία- ψηλαφητί σελ.7983 - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)