ψηλαφητί
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- ψηλαφητί < αρχαία ελληνική ψηλαφητ(ός) + -ί
Επίρρημα επεξεργασία
ψηλαφητί
Σημειώσεις επεξεργασία
- και καθαρεύουσα'
Πηγές επεξεργασία
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .