Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
ψηλαφητός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Άλλες μορφές
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
ψηλαφητ
ός
η
ψηλαφητ
ή
το
ψηλαφητ
ό
γενική
του
ψηλαφητ
ού
της
ψηλαφητ
ής
του
ψηλαφητ
ού
αιτιατική
τον
ψηλαφητ
ό
την
ψηλαφητ
ή
το
ψηλαφητ
ό
κλητική
ψηλαφητ
έ
ψηλαφητ
ή
ψηλαφητ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
ψηλαφητ
οί
οι
ψηλαφητ
ές
τα
ψηλαφητ
ά
γενική
των
ψηλαφητ
ών
των
ψηλαφητ
ών
των
ψηλαφητ
ών
αιτιατική
τους
ψηλαφητ
ούς
τις
ψηλαφητ
ές
τα
ψηλαφητ
ά
κλητική
ψηλαφητ
οί
ψηλαφητ
ές
ψηλαφητ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
ψηλαφητός
< (
ελληνιστική κοινή
)
ψηλαφητός
<
ψηλαφάω
Επίθετο
επεξεργασία
ψηλαφητός, -ή, -ό
που μπορούμε να τον
ψηλαφίσουμε
, να τον αντιληφθούμε
ψηλαφώντας
Άλλες μορφές
επεξεργασία
ψηλαφιστός
Μεταφράσεις
επεξεργασία
ψηλαφητός
αγγλικά
:
tangible
(en)
γερμανικά
:
greifbar
(de)
,
fühlbar
(de)