tangible
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαπαραθετικά | |
θετικός | tangible |
συγκριτικός | more tangible |
υπερθετικός | most tangible |
Επίθετο
επεξεργασίαtangible (en)
- απτός, κάτι που φαίνεται ξεκάθαρα ότι υπάρχει
- ⮡ tangible proof/tangible results - απτές αποδείξεις/απτά αποτελέσματα
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη perceptible
- αισθητός, απτός, κάτι που μπορώ να αγγίξω ή να νιώσω
Πηγές
επεξεργασία- tangible - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 20, 119. ISBN 9780194325684., λήμμα: αισθητός, απτός
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
tangible | tangibles |
Επίθετο
επεξεργασίαtangible (fr) αρσενικό ή θηλυκό