Δείτε επίσης: ἁπτός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο απτός η απτή το απτό
      γενική του απτού της απτής του απτού
    αιτιατική τον απτό την απτή το απτό
     κλητική απτέ απτή απτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι απτοί οι απτές τα απτά
      γενική των απτών των απτών των απτών
    αιτιατική τους απτούς τις απτές τα απτά
     κλητική απτοί απτές απτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
απτός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική < ἅπτω
για τη σημασία «φανερός» < (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική tangible [1]

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aˈptos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐πτός

  Επίθετο

επεξεργασία

απτός, -ή, -ό

  1. που μπορεί κανείς να αγγίξει
     συνώνυμα: χειροπιαστός
  2. (μεταφορικά) ολοφάνερος, ξεκάθαρος

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία