Δείτε επίσης: απτός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἁπτός ἁπτή τὸ ἁπτόν
      γενική τοῦ ἁπτοῦ τῆς ἁπτῆς τοῦ ἁπτοῦ
      δοτική τῷ ἁπτ τῇ ἁπτ τῷ ἁπτ
    αιτιατική τὸν ἁπτόν τὴν ἁπτήν τὸ ἁπτόν
     κλητική ! ἁπτέ ἁπτή ἁπτόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἁπτοί αἱ ἁπταί τὰ ἁπτᾰ́
      γενική τῶν ἁπτῶν τῶν ἁπτῶν τῶν ἁπτῶν
      δοτική τοῖς ἁπτοῖς ταῖς ἁπταῖς τοῖς ἁπτοῖς
    αιτιατική τοὺς ἁπτούς τὰς ἁπτᾱ́ς τὰ ἁπτᾰ́
     κλητική ! ἁπτοί ἁπταί ἁπτᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἁπτώ τὼ ἁπτᾱ́ τὼ ἁπτώ
      γεν-δοτ τοῖν ἁπτοῖν τοῖν ἁπταῖν τοῖν ἁπτοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁπτός < (ἅπτω) ἁπ- + -τός (ρηματικό επίθετο) [1]

  Επίθετο

επεξεργασία

ἁπτός, -ή, -όν

Συγγενικά

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. «άπτομαι» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.