χειροπιαστός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /çi.ɾo.pçaˈstos/ αρσενικό
- ΔΦΑ : /çi.ɾo.pçaˈsti/ θηλυκό
- ΔΦΑ : /çi.ɾo.pçaˈsto/ ουδέτερο
Επίθετο επεξεργασία
χειροπιαστός, -ή, -ό
- που κάποιος μπορεί να τον πιάσει με τα χέρια του
- (μεταφορικά) που είναι τόσο αληθινός, ώστε δεν μπορεί να αμφισβητηθεί