concret
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- concret < → λείπει η ετυμολογία
Προφορά
επεξεργασίαΕπίθετο
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concret | concrets |
θηλυκό | concrète | concrètes |
concret (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | concret | concrets |
θηλυκό | concrète | concrètes |
concret (fr)