αναμφισβήτητος
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναμφισβήτητος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀναμφισβήτητος. Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + (αμφισβητώ) αμφισβητη- + -τος
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naɱ.fiˈzvi.ti.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναμ‐φι‐σβή‐τη‐τος
ΕπίθετοΕπεξεργασία
αναμφισβήτητος, -η, -ο
- που δεν μπορεί να αμφισβητηθεί
- ↪ Υπήρξε ο αναμφισβήτητος πρωταγωνιστής της πολιτικής ζωής για δυο δεκαετίες.
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
- αδιαμφισβήτητος
- αδιαφιλονίκητος
- αναμφίβολος
- αναντίλεκτος
- αναντίρρητος
- → δείτε και τις λέξεις αδιάσειστος, βέβαιος και σίγουρος
ΑντώνυμαΕπεξεργασία
Επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αμφισβητώ
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναμφισβήτητος