αναμφισβήτητα
Νέα ελληνικά (el)Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- αναμφισβήτητα < αναμφισβήτητ(ος) + -α
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.naɱ.fiˈzvi.ti.ta/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ναμ‐φι‐σβή‐τη‐τα
ΕπίρρημαΕπεξεργασία
αναμφισβήτητα
- χωρίς καμιά δυνατότητα να αμφισβητηθεί
ΣυνώνυμαΕπεξεργασία
ΜεταφράσειςΕπεξεργασία
αναμφισβήτητα