αμφισβητώ
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αμφισβητώ < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀμφισβητῶ,[1] συνηρημένος τύπος του ἀμφισβητέω < ἀμφίς / ἀμφί + βαίνω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aɱ.fi.zviˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αμ‐φι‐σβη‐τώ
Ρήμα
επεξεργασίααμφισβητώ, πρτ.: αμφισβητούσα, αόρ.: αμφισβήστησα, παθ.φωνή: αμφισβητούμαι, π.αόρ.: αμφισβητήθηκα, μτχ.π.π.: αμφισβητημένος
- δεν παραδέχομαι ή δεν αποδέχομαι κάποιον ισχυρισμό ή ότι κάτι που αναφέρθηκε έγινε πραγματικά
- εκφράζω αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις για την εγκυρότητα ή την ισχύ κάποιας δημόσιας αρχής
Συγγενικά
επεξεργασία- αδιαμφισβήτητα
- αδιαμφισβήτητος
- αμφισβητημένος (μετοχή)
- αμφισβήτηση
- αμφισβητήσιμος
- αμφισβητίας
- αμφισβητούμενος (μετοχή)
- αναμφισβήτητα
- αναμφισβήτητος
- διαμφισβήτηση
- διαμφισβητώ
- → δείτε τις λέξεις αμφί και βαίνω
Κλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμφισβητώ | αμφισβητούσα | θα αμφισβητώ | να αμφισβητώ | αμφισβητώντας | |
β' ενικ. | αμφισβητείς | αμφισβητούσες | θα αμφισβητείς | να αμφισβητείς | ||
γ' ενικ. | αμφισβητεί | αμφισβητούσε | θα αμφισβητεί | να αμφισβητεί | ||
α' πληθ. | αμφισβητούμε | αμφισβητούσαμε | θα αμφισβητούμε | να αμφισβητούμε | ||
β' πληθ. | αμφισβητείτε | αμφισβητούσατε | θα αμφισβητείτε | να αμφισβητείτε | αμφισβητείτε | |
γ' πληθ. | αμφισβητούν(ε) | αμφισβητούσαν(ε) | θα αμφισβητούν(ε) | να αμφισβητούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμφισβήτησα | θα αμφισβητήσω | να αμφισβητήσω | αμφισβητήσει | ||
β' ενικ. | αμφισβήτησες | θα αμφισβητήσεις | να αμφισβητήσεις | αμφισβήτησε | ||
γ' ενικ. | αμφισβήτησε | θα αμφισβητήσει | να αμφισβητήσει | |||
α' πληθ. | αμφισβητήσαμε | θα αμφισβητήσουμε | να αμφισβητήσουμε | |||
β' πληθ. | αμφισβητήσατε | θα αμφισβητήσετε | να αμφισβητήσετε | αμφισβητήστε | ||
γ' πληθ. | αμφισβήτησαν αμφισβητήσαν(ε) |
θα αμφισβητήσουν(ε) | να αμφισβητήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω αμφισβητήσει | είχα αμφισβητήσει | θα έχω αμφισβητήσει | να έχω αμφισβητήσει | ||
β' ενικ. | έχεις αμφισβητήσει | είχες αμφισβητήσει | θα έχεις αμφισβητήσει | να έχεις αμφισβητήσει | ||
γ' ενικ. | έχει αμφισβητήσει | είχε αμφισβητήσει | θα έχει αμφισβητήσει | να έχει αμφισβητήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε αμφισβητήσει | είχαμε αμφισβητήσει | θα έχουμε αμφισβητήσει | να έχουμε αμφισβητήσει | ||
β' πληθ. | έχετε αμφισβητήσει | είχατε αμφισβητήσει | θα έχετε αμφισβητήσει | να έχετε αμφισβητήσει | ||
γ' πληθ. | έχουν αμφισβητήσει | είχαν αμφισβητήσει | θα έχουν αμφισβητήσει | να έχουν αμφισβητήσει |
|
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | αμφισβητούμαι | αμφισβητούμουν | θα αμφισβητούμαι | να αμφισβητούμαι | αμφισβητούμενος | |
β' ενικ. | αμφισβητείσαι | αμφισβητούσουν | θα αμφισβητείσαι | να αμφισβητείσαι | ||
γ' ενικ. | αμφισβητείται | αμφισβητούνταν | θα αμφισβητείται | να αμφισβητείται | ||
α' πληθ. | αμφισβητούμαστε | αμφισβητούμασταν αμφισβητούμαστε |
θα αμφισβητούμαστε | να αμφισβητούμαστε | ||
β' πληθ. | αμφισβητείστε | αμφισβητούσασταν αμφισβητούσαστε |
θα αμφισβητείστε | να αμφισβητείστε | αμφισβητείστε | |
γ' πληθ. | αμφισβητούνται | αμφισβητούνταν | θα αμφισβητούνται | να αμφισβητούνται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | αμφισβητήθηκα | θα αμφισβητηθώ | να αμφισβητηθώ | αμφισβητηθεί | ||
β' ενικ. | αμφισβητήθηκες | θα αμφισβητηθείς | να αμφισβητηθείς | αμφισβητήσου | ||
γ' ενικ. | αμφισβητήθηκε | θα αμφισβητηθεί | να αμφισβητηθεί | |||
α' πληθ. | αμφισβητηθήκαμε | θα αμφισβητηθούμε | να αμφισβητηθούμε | |||
β' πληθ. | αμφισβητηθήκατε | θα αμφισβητηθείτε | να αμφισβητηθείτε | αμφισβητηθείτε | ||
γ' πληθ. | αμφισβητήθηκαν αμφισβητηθήκαν(ε) |
θα αμφισβητηθούν(ε) | να αμφισβητηθούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω αμφισβητηθεί | είχα αμφισβητηθεί | θα έχω αμφισβητηθεί | να έχω αμφισβητηθεί | αμφισβητημένος | |
β' ενικ. | έχεις αμφισβητηθεί | είχες αμφισβητηθεί | θα έχεις αμφισβητηθεί | να έχεις αμφισβητηθεί | ||
γ' ενικ. | έχει αμφισβητηθεί | είχε αμφισβητηθεί | θα έχει αμφισβητηθεί | να έχει αμφισβητηθεί | ||
α' πληθ. | έχουμε αμφισβητηθεί | είχαμε αμφισβητηθεί | θα έχουμε αμφισβητηθεί | να έχουμε αμφισβητηθεί | ||
β' πληθ. | έχετε αμφισβητηθεί | είχατε αμφισβητηθεί | θα έχετε αμφισβητηθεί | να έχετε αμφισβητηθεί | ||
γ' πληθ. | έχουν αμφισβητηθεί | είχαν αμφισβητηθεί | θα έχουν αμφισβητηθεί | να έχουν αμφισβητηθεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αμφισβητημένος - είμαστε, είστε, είναι αμφισβητημένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αμφισβητημένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αμφισβητημένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αμφισβητημένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αμφισβητημένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αμφισβητημένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αμφισβητημένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασία- ↑ αμφισβητώ - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας