Δείτε επίσης: ἀμφισβητῶ

Ετυμολογία

επεξεργασία

αμφισβητώ, πρτ.: αμφισβητούσα, αόρ.: αμφισβήστησα, παθ.φωνή: αμφισβητούμαι, π.αόρ.: αμφισβητήθηκα, μτχ.π.π.: αμφισβητημένος

  1. δεν παραδέχομαι ή δεν αποδέχομαι κάποιον ισχυρισμό ή ότι κάτι που αναφέρθηκε έγινε πραγματικά
  2. εκφράζω αντιρρήσεις ή επιφυλάξεις για την εγκυρότητα ή την ισχύ κάποιας δημόσιας αρχής

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία