question
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
question | questions |
question (en)
- η ερώτηση, το ερώτημα, η απορία
- ⮡ I am asking someone a question.
- Κάνω μια ερώτηση σε κάποιον.
- ⮡ a trick/leading question - παραπειστική ερώτηση
- ⮡ The question remained unanswered.
- H ερώτηση/Το ερώτημα έμεινε χωρίς απάντηση.
- ⮡ a written/oral question - γραπτό/προφορικό ερώτημα
- ⮡ To find answers to his questions, he kept reading.
- Για να λύσει τις απορίες του όλο διάβαζε.
- ⮡ I have some questions.
- Έχω μερικές απορίες.
- ⮡ I am asking someone a question.
- η υπόθεση, το θέμα, το ζήτημα που πρέπει να συζητηθεί ή να αντιμετωπιστεί
- ⮡ The question is that…
- Η υπόθεση είναι ότι…
- ⮡ That's a difficult question!
- Δύσκολη υπόθεση!
- ⮡ It’s a question of 20 euros.
- Είναι θέμα 20 ευρώ.
- ⮡ In the end it’s a question of what you want to do.
- Τελικά είναι θέμα του τι θέλεις.
- ⮡ It’s a question of time and money.
- Είναι θέμα/ζήτημα χρόνου και χρημάτων.
- ⮡ That is the whole question!
- Αυτό είναι ακριβώς το θέμα!
- ⮡ That is another question altogether.
- Αυτό είναι εντελώς άλλο θέμα.
- ≈ συνώνυμα: → δείτε τη λέξη matter
- ⮡ The question is that…
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | question |
γ΄ ενικό ενεστώτα | questions |
αόριστος | questioned |
παθητική μετοχή | questioned |
ενεργητική μετοχή | questioning |
question (en)
- ρωτώ, ερωτώ
Πηγές
επεξεργασία- question (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- question (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 338, 353, 370, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: ερώτηση, ζήτημα, θέμα, υπόθεση
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαquestion (fr)
- η ερώτηση