matter
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
matter | matters |
matter (en)
- (μόνο στον ενικό ως the matter) το θέμα, χρησιμοποιείται (για να ρωτήσω) εάν κάποιος είναι στενοχωρημένος, δυστυχισμένος κτλ. ή αν υπάρχει πρόβλημα
- ⮡ The matter at issue is…
- Το θέμα είναι…
- ⮡ This is the crux of the matter.
- Αυτός είναι ο κόμπος του προβλήματος.
- ⮡ The matter at issue is…
- (μετρήσιμο) το θέμα, το ζήτημα, η υπόθεση, η περίπτωση, κάτι που πρέπει να εξετάσω ή να αντιμετωπίσω
- ⮡ I don’t know a lot about this matter.
- Δεν ξέρω πολλά γι' αυτό το θέμα.
- ⮡ the matter in hand/the matter at hand - το θέμα/ζήτημα μας απασχολεί
- ⮡ I have no choice in this matter.
- Σ' αυτό το ζήτημα δεν έχω εκλογή.
- ⮡ It’s a matter of taste/opinion/principle.
- Είναι ζήτημα γούστο/γνώμης/αρχής.
- ⮡ It is no easy matter.
- Δεν είναι εύκολη υπόθεση.
- ⮡ The matter is that…
- Η υπόθεση είναι ότι…
- ⮡ That is a completely different matter.
- Αυτό είναι εντελώς άλλη/διαφορετική υπόθεση/περίπτωση.
- ≈ συνώνυμα: case και question, → και δείτε τις λέξεις affair και subject
- ⮡ I don’t know a lot about this matter.
- (μόνο στον πληθυντικό) τα θέματα, οι υποθέσεις, η παρούσα κατάσταση ή την κατάσταση για την οποία μιλάω
- ⮡ in matters of education/money/administration - στα εκπαιδευτικά/χρηματικά/διοικητικά θέματα
- ⮡ Mind your own matters!
- Κοίτα τις δικές σου υποθέσεις!
- (μόνο στον ενικό) το θέμα, η υπόθεση, το ζήτημα, μια κατάσταση που περιλαμβάνει κάτι ή εξαρτάται από κάτι
- ⮡ on a matter of principle - σε θέματα αρχής
- ⮡ He is strict in the matter of discipline.
- Είναι αυστηρός στο θέμα της πειθαρχίας.
- ⮡ In the end, it’s all a matter of what you want to do.
- Τελικά είναι θέμα του τι θέλεις.
- ⮡ It’s a matter of 20 euros.
- Είναι θέμα 20 ευρώ.
- ⮡ Notification of the competition’s results is a matter of time.
- Η γνωστοποίηση των αποτελεσμάτων του διαγωνισμού είναι θέμα ημερών.
- ⮡ It’s a matter of taste/opinion/habit.
- Είναι θέμα/ζήτημα γούστου/γνώμης/συνήθειας.
- ⮡ It’s a matter of time and money.
- Είναι θέμα/ζήτημα χρόνου και χρημάτων.
- ⮡ It is only a matter of ten kilometers.
- Είναι υπόθεση δέκα χιλιομέτρων.
- ⮡ in the matter of human rights - στο ζήτημα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων
- ≈ συνώνυμα: issue και question
- η ύλη
Εκφράσεις
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαενεστώτας | matter |
γ΄ ενικό ενεστώτα | matters |
αόριστος | mattered |
παθητική μετοχή | mattered |
ενεργητική μετοχή | mattering |
matter (en)
- (μεταβατικό & αμετάβατο) νοιάζει, πειράζει, έχει σημασία, σημαίνει
- ⮡ What does it matter to you?
- Τι σε νοιάζει εσένα;
- ⮡ Does it matter (to you) if I don’t come?
- (Σε) πειράζει αν δεν έρθω;
- ⮡ Why would/should it matter to me?
- Γιατί να με πειράζει;
- ⮡ It doesn’t matter to me at all.
- Δε με πειράζει καθόλου.
- ⮡ It matters a lot.
- Πειράζει και πολύ.
- ⮡ Does it matter if he was alone or not?
- Έχει σημασία αν ήταν μόνος ή όχι;
- ⮡ It does not matter whatsoever.
- Δεν έχει καμία απολύτως σημασία.
- ⮡ These considerations matter greatly to me.
- Αυτοί οι λόγοι έχουν μεγάλη σημασία για μένα.
- ⮡ Your friendship/your opinion matters a lot to me.
- Η φιλία σου/Η γνώμη σου σημαίνει πολλά για μένα.
- ≈ συνώνυμα: concern → και δείτε τη λέξη care
- ⮡ What does it matter to you?
Πηγές
επεξεργασία- matter (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- matter (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 353, 370, 689, 735, 787, 918. ISBN 9780194325684., λήμμα: ζήτημα, θέμα, περίπτωση, πρόβλημα, σημασία, υπόθεση