care
Αγγλικά (en) επεξεργασία
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
care | cares |
care (en)
- (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, η περιποίηση, η νοσηλεία, η περίθαλψη, η πράξη της φροντίδας για κάποιον
- ↪ I will leave the child in your care.
- Θα αφήσω το παιδί στη φροντίδα σας.
- ↪ The care in the hospital is better.
- Η φροντίδα στο νοσοκομείο είναι καλύτερη.
- ↪ A car requires daily care.
- Ένα αυτοκίνητο θέλει καθημερινή περιποίηση.
- ↪ illnesses which require long-term care in a hospital - ασθένειες που απαιτούν μακροχρόνια νοσηλεία σε νοσοκομείο
- ↪ medical care - ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
- ≈ συνώνυμα: attention
- ↪ I will leave the child in your care.
- (μη μετρήσιμο) η προσοχή που χρησιμοποιώ για να κάνω κάτι καλά και να αποφύγω λάθη ή ζημία
- ↪ Porcelain must be handled with care.
- Οι πορσελάνες πρέπει να πιάνονται με προσοχή.
- ↪ Porcelain must be handled with care.
- (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η φροντίδα, η έγνοια
Ρήμα επεξεργασία
ενεστώτας | care |
γ΄ ενικό ενεστώτα | cares |
αόριστος | cared |
παθητική μετοχή | cared |
ενεργητική μετοχή | caring |
care (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) νοιάζομαι, νοιάζει
- ↪ The only thing she cares about is her bird.
- Το μόνο πράγμα για το οποίο νοιάζεται (που τη νοιάζει) είναι το πουλί της.
- ↪ This is the only thing that he cares about.
- Αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει.
- ↪ Don’t you care about your education?
- Δε σε νοιάζει η εκπαίδευση σου;
- ≈ συνώνυμα: concern, interest και mind
- ↪ The only thing she cares about is her bird.
Παράγωγα επεξεργασία
Πηγές επεξεργασία
- care (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- care (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 259, 689, 948. ISBN 9780194325684., λήμμα: έγνοια, περιποίηση, φροντίδα