Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
care cares

care (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η φροντίδα, η περιποίηση, η νοσηλεία, η περίθαλψη, η πράξη της φροντίδας για κάποιον
    ⮡  I will leave the child in your care.
    Θα αφήσω το παιδί στη φροντίδα σας.
    ⮡  The care in the hospital is better.
    Η φροντίδα στο νοσοκομείο είναι καλύτερη.
    ⮡  A car requires daily care.
    Ένα αυτοκίνητο θέλει καθημερινή περιποίηση.
    ⮡  illnesses which require long-term care in a hospital - ασθένειες που απαιτούν μακροχρόνια νοσηλεία σε νοσοκομείο
    ⮡  medical care - ιατροφαρμακευτική περίθαλψη
     συνώνυμα: attention
  2. (μη μετρήσιμο) η προσοχή που χρησιμοποιώ για να κάνω κάτι καλά και να αποφύγω λάθη ή ζημία
    ⮡  Porcelain must be handled with care.
    Οι πορσελάνες πρέπει να πιάνονται με προσοχή.
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο, επίσημο) η φροντίδα, η έγνοια
    ⮡  He looked full of cares.
    Φαινόταν γεμάτος φροντίδες.
    ⮡  a life full of cares - μια ζωή όλο έγνοιες
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη worry
ενεστώτας care
γ΄ ενικό ενεστώτα cares
αόριστος cared
παθητική μετοχή cared
ενεργητική μετοχή caring

care (en)

  • (μεταβατικό και αμετάβατο) νοιάζομαι, με νοιάζει, ενδιαφέρομαι, με ενδιαφέρει, νιώθω ότι κάτι είναι σημαντικό και αξίζει να ανησυχώ
    ⮡  The only thing she cares about is her bird.
    Το μόνο πράγμα για το οποίο νοιάζεται (που τη νοιάζει) είναι το πουλί της.
    ⮡  This is the only thing that he cares about.
    Αυτό είναι το μόνο που τον νοιάζει.
    ⮡  Don’t you care about your education?
    Δε σε νοιάζει η εκπαίδευση σου;
    ⮡  The only thing that he cares about is eating.
    Το μόνο πράγμα για το οποίο ενδιαφέρεται είναι το φαΐ.
    ⮡  I don’t care about the quantity as much as the quality of the food.
    Δεν με ενδιαφέρει η ποσότητα όσο ποιότητα της τροφής.
     συνώνυμα:  concern, interest, matter και mind

Παράγωγα

επεξεργασία