Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
mind minds

mind (en)

  1. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) ο νους, η διάνοια, το μέρος ενός ανθρώπου που τον κάνει ικανό να έχει επίγνωση, να σκέφτεται και να αισθάνεται
  2. το μυαλό, το πνεύμα, η διάνοια, άτομο που είναι πολύ έξυπνο
      She has one of the best minds of her time.
    Έχει ένα από τα καλύτερα μυαλά της εποχής.
      He was one of the leading minds of the Reformation.
    Ήταν ένα από τα ηγετικά πνεύματα της Μεταρρύθμισης.
      The greatest minds of our time.
    Οι διάνοιες της εποχής μας.
  3. το μυαλό, ο νους, σκέψεις, ενδιαφέροντα κτλ.
      His mind is somewhere else/is on something else.
    Έχει το μυαλό του αλλού.
      Where is your mind wandering?
    Πού γυρίζει ο νους σου;
      Her mind is not on work.
    Δεν έχει νου για δουλειά.

Εκφράσεις

επεξεργασία

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία
ενεστώτας mind
γ΄ ενικό ενεστώτα minds
αόριστος minded
παθητική μετοχή minded
ενεργητική μετοχή minding

mind (en)

  1. (αμετάβατο) με πειράζει, με ενοχλεί, έχω πρόβλημα
      I don’t mind the cold/the heat.
    Δε με πειράζει το κρύο/η ζέστη.
      Would you mind if I refuse?
    Θα σε πείραζε να αρνηθώ;
      No, I don’t mind at all.
    Όχι δε με πειράζει καθόλου.
  2. (μεταβατικό και αμετάβατο) με πειράζει, χρησιμοποιείται για να ζητήσει άδεια να κάνει κάτι ή να ζητήσει από κάποιον με ευγενικό τρόπο να κάνει κάτι
      Do you mind coming a little later?
    Σε πειράζει να έρθεις λίγο αργότερα;
      Do you mind me/my coming a little later?/Do you mind if I come a little later?
    Σε πειράζει να έρθω λίγο αργότερα;
      Do you mind if I kiss you?
    Πειράζει να σε φιλήσω;
     δείτε την έκφραση do you mind
  3. (μεταβατικό & αμετάβατο, χωρίς παθητική φωνή, μόνο αρνητικά) δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει
      I don’t mind whether you come or not.
    Δε με ενδιαφέρει έρθεις δεν έρθεις.
      I don’t mind the price as long as it’s top quality.
    Δεν με ενδιαφέρει τη τιμή φτάνει να είναι πρώτης ποιότητας.
      I don’t mind whether you stay or leave.
    Δε με νοιάζει είτε μείνεις είτε φύγεις.
      Don’t mind him.
    Μην του δίνεις σημασία.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη care
  4. (μεταβατικό, ειδικά βρετανικά αγγλικά) προσέχω, κοιτάω, χρησιμοποιείται για να πει σε κάποιον να είναι προσεκτικός για κάτι ή να τον προειδοποιεί για έναν κίνδυνο
      Mind the step/the dog!
    Πρόσεχε το σκαλί/το σκυλί!
      Mind your business.
    Κοίτα τη δουλειά σου.
  5. (μεταβατικό, ειδικά βρετανικά αγγλικά) φροντίζω, κοιτάζω, νοιάζομαι, περιποιούμαι με τρυφερότητα
      Who is minding the baby right now?
    Ποιος φροντίζει τώρα το μωρό;
      Who will mind the garden while you are away?
    Ποιος θα κοιτάζει τον κήπο όσο λείπεις;
      Who will mind the kids?
    Ποιος θα νοιαστεί τα παιδιά;
      The only thing she minds is her bird.
    Το μόνο που νοιάζεται είναι το πουλί της.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη look after

Εκφράσεις

επεξεργασία

phrasal verbs: