Προφορά

επεξεργασία

/ˈmʌɪndbɒɡlɪŋ/

  Ετυμολογία en

επεξεργασία

  Επίθετο

επεξεργασία

mind-boggling (en)

  1. που νοητικά προκαλεί το δέος
  2. δύσκολο να τον συλλάβεις, ασύλληπτος νοητικά