Δείτε επίσης: ἀσύλληπτος, ασύλητος
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασύλληπτος η ασύλληπτη το ασύλληπτο
      γενική του ασύλληπτου της ασύλληπτης του ασύλληπτου
    αιτιατική τον ασύλληπτο την ασύλληπτη το ασύλληπτο
     κλητική ασύλληπτε ασύλληπτη ασύλληπτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασύλληπτοι οι ασύλληπτες τα ασύλληπτα
      γενική των ασύλληπτων των ασύλληπτων των ασύλληπτων
    αιτιατική τους ασύλληπτους τις ασύλληπτες τα ασύλληπτα
     κλητική ασύλληπτοι ασύλληπτες ασύλληπτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ασύλληπτος < ελληνιστική κοινή ἀσύλληπτος < αρχαία ελληνική ἀ- (στερητικό) + συλλαμβάνω ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική incompréhensible)

  Επίθετο

επεξεργασία

ασύλληπτος

  1. που διαφεύγει τη σύλληψη
    ο δραπέτης των φυλακών παραμένει ασύλληπτος
  2. που δεν μπορεί να τον συλλάβει (κατανοήσει ή αντιληφθεί) το ανθρώπινο μυαλό, το αδιανόητο
    το ασύλληπτο μυστήριο του Θεού
    το μέγεθος της καταστροφής είναι ασύλληπτο

  Μεταφράσεις

επεξεργασία