ενικός         πληθυντικός  
incompréhensible incompréhensibles

  Ετυμολογία

επεξεργασία
incompréhensible < λατινική incomprehensibilis

  Επίθετο

επεξεργασία

incompréhensible (fr) αρσενικό ή θηλυκό


Αντώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία