αδιανόητος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδιανόητος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀδιανόητος < ἀ- στερητικό + διανοοῦμαι + κατάληξη ρηματικών επιθέτων -τος
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /a.ði̯aˈno.i.tos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δι‐α‐νό‐η‐τος
Επίθετο
επεξεργασίααδιανόητος, -η, -ο
- που είναι τόσο παράλογος, εξωφρενικός και απαράδεκτος ώστε δεν μπορούμε καν να το σκεφτούμε, δεν τον χωράει το μυαλό μας
- ⮡ είναι αδιανόητο να υπάρχουν σήμερα παιδιά που πεθαίνουν από πείνα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία αδιανόητος